γρουσουζεύω

γρουσουζεύω
[фусузэво] р. приносить несчастье,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γρουσουζεύω" в других словарях:

  • γρουσουζεύω — γρουσουζεύω, γρουσούζεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλωσσοτρώ(γ)ω — γλωσσόφαγα 1. κακολογώ, δυσφημώ κάποιον: Τον γλωσσόφαγε με τα αρνητικά της σχόλια. 2. μιλώ με φθόνο για τις επιτυχίες κάποιου και τον γρουσουζεύω: Τη γλωσσόφαγε η γειτονιά μόλις κέρδισε το λαχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»